-
1 χθόνιος
χθόνιος, 3, auch 2 Endgn, 1) in der Erde, im Schooße der Erde, unterirdi sch, wie καταχϑόνιος; Hes. Th. 697. 767; Ζεὺς χϑόνιος, der unterirdische Zeus, d. i. Hades, O. 467; κτυπεῖ Ζεὺς χϑ. Soph. O. C. 1606 (vgl. βροντήματα χϑόνια Aesch. Prom. 696, wie βροντὴ χϑ. Ar. Av. 1741); ϑεοὶ χϑόνιοι, die Götter der Unterwelt, Plut. Rom. 22; wie auch χϑόνιαι ϑεαί, unter denen bes. Demeter u. Persephone verstanden werden, Her. 6, 134. 7, 153; aber Soph. O. C. 1568 sind es die Erinyen; auch Hermes heißt so, als Führer der Todten, Aesch. Ch. 1. 122. 716; Soph. Ai. 819; Eur. Alc. 746; Aesch. bei Ar. Ran. 1124. 1143; στόμα Ἀΐδα Pind. P. 4, 48; χϑονίων μῆνις 4, 159; auch χϑονία φρήν, 5, 101; τοῠ χϑονίου δὲμας δαίμονος Aesch. Spt. 504; χϑόνιοι δαίμονες ἁγνοί Pers. 620; Suppl. 25 u. öfter; Soph. u. A.; ϑεός Eur. Phoen. 1331 u. öfter; u. so auch in Prosa, wie Plat. Legg. IV, 717 a u. öfter; unterirdisch, πορείαν οὐκ ἂν χϑονίαν καὶ τραχεῖαν πορεύεσϑαι, ἀλλὰ λείαν τε καὶ οὐρανίαν Rep. X, 619 e. – 2) auf der Erde, irdisch, von Erde, κόνις Aesch. Spt. 718. – 3) auch wie ἐγχώριος, im Lande, zum Lande gehörig, einheimisch, τοιοῦτον αὐτοῖς Ἄρεος εὔβουλον πάγον ἐγὼ ξυνῄδη χϑόνιον ὄντα Soph. O. C. 952; u. so werden die Autochthonen bezeichnet durch χϑόνιοι, Ai. 201.
-
2 ἉΓνός
ἉΓνός (ΑΓ, ἅζομαι), verehrt, heilig, von den Göttern; bes. Artemis u. Persephone mit dem Nebenbegriff der Keuschheit, jungfräulich, Hom. u. sonst; auch Zeus, Aesch. Suppl. 640; Soph. Phil. 1273; Apollo, Pind. P. 9, 66; Aesch. Suppl. 211; χϑόνιοι δαίμονες Pers. 610; den Göttern geweiht, heilig, ἑορτή Hom. Od. 21, 259; ϑύματα Soph. Tr. 286, wie Plat. Legg. VI, 782 c; unblutige Opfer, ἱερά Xen. Ag. 11, 2; ϑυσίαι Conv. 8, 9; ἐσχάραι ϑεοῖν Eur. Suppl. 33; ἄλσος H. h. Merc. 187; Pind. Ol. 5, 10; τέμενος P. 4, 204; βάϑρον Plat. Phaedr. 254 b; ἕδρα Aesch. Suppl. 96; χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν Soph. O. C. 38, Ort, den zu betreten gottlos ist; ähnlich αἰϑήρ Aesch. Pr. 280. – Von Menschen und Sachen: keusch, rein, ἀνήρ Aesch. Suppl. 358; πυρὸς πηγαί Pind. P. 1, 21; ὕδωρ I. 5, 71; νᾶμα Aesch. frg. 299; Ἠριδανὸς ἁγνοῖς ὕδασι κηπεύει Eubul. Ath. XIII, 569 a; der Strymon, Aesch. Pers. 489; φάος Soph. El. 86; λουτρόν, das reinigende, sühnende, Ant. 1186; κρίσις, unbestochen, Pind. Ol. 3, 22; gereinigt, gesühnt, Soph. Tr. 257; unbefleckt, Ant. 880; τινός, von etwas, z. B. γάμων ἁγνοί Plat. Legg. VIII, 840 d; φόνου, VI, 759 c; Δήμητρος Eur. Hippol. 138, nicht Brod essend; ἁγνὸς ἀφροδισίων Plut. qu. Rom. 20. Bei Dem. 59, 78, im Priestereid, ἁγνὴ ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας. – Adv. ἁγνῶς, Hom. H. Ap. 121; καὶ καϑαρῶς ἔρδειν τοῖς ϑεοῖς Hes. O. 339; ἁγνῶς ἔχειν Xen. Mem. 3, 8, 10, rein von Schuld sein.
См. также в других словарях:
Χθόνιοι θεοί — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι θεοί και οι δαίμονες που είχαν σχέση με τον Άδη ή τη χθόνα (Γη). Κυριότεροι ήταν ο Πλούτωνας, η Περσεφόνη, η Δήμητρα, ο Χθόνιος Ερμής, η Εκάτη, ο Χάροντας και ο Θάνατος. Τους προσέφεραν σπονδές και τους… … Dictionary of Greek
Κάβειροι — Συλλογική ονομασία ομάδας αρχαιοελληνικών θεοτήτων. Η προέλευσή τους και η ετυμολογία της ονομασίας τους είναι αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης των οποίων η ονομασία προέρχεται ίσως από το σημιτικό Kabirim (= ισχυροί,… … Dictionary of Greek
χθόνιος — α, ο / χθόνιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υποχθόνιος, υπόγειος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι χθόνιοι μυθ. οι χθόνιοι θεοί και δαίμονες 4. φρ. «χθόνιοι θεοί [ή δαίμονες]»… … Dictionary of Greek